προδυσωπώ

προδυσωπώ
-έω, Α
μετριάζω, καταπραΰνω, αναχαιτίζω εκ τών προτέρων («ὁ δῆμος προδυσωπῆσαι τὴν ὁρμήν αὐτοῡ βουλόμενος ὑπαντᾷ τοῑς στρατιώταις μετ' εὐφημίας», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δυσωπῶ «παρακαλώ επίμονα και πειστικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”